- αηδόνισμα
- το, -ατοςτο κελάδημα του αηδονιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αηδόνισμα — το [αηδονίζω] 1. κελάηδημα αηδονιού 2. γλυκό τραγούδι σαν τού αηδονιού … Dictionary of Greek
αηδονίζω — 1. μιμούμαι τη φωνή, το κελάηδημα τού αηδονιού, τραγουδώ γλυκά 2. φλυαρώ, μιλώ χαρούμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αηδόνι. ΠΑΡ. αηδόνισμα, αηδονισμός, αηδονίστικος] … Dictionary of Greek
αηδονισμός — ο [αηδονίζω] το αηδόνισμα … Dictionary of Greek